- πόλινδε
- Αεπίρρ. στην πόλη ή προς την πόλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. πόλιν τού πόλις + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. πολεμόν-δε)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πόλινδε — into indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλινδ' — πόλινδε , πόλινδε into indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek